- ἄσαιμι
- ἄσαιμι: see ᾶω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἄσαιμι — ἄ̱σαιμι , ἄω 3 satiate aor opt act 1st sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾄσαιμι — ἀείδω il.Parv.. aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέμνω — ΜΑ, και ιων. και επικ. τ. προτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω κάτι εκ τών προτέρων σε κομμάτια και τό θέτω μπροστά από κάποιον («πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας, ὄψου τ ἄσαιμι προταμών», Ομ. Ιλ.) 2. αποκόπτω («κορμὸν ἐκ ῥίζης προταμών»,… … Dictionary of Greek
ἀνιάσαιμι — ἀνιά̱σαιμι , ἀνιάω grieve aor opt act 1st sg (attic doric) ἀνῑάσαιμι , ἀνιάζω grieve aor opt act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)